- ρινολογία
- η, Νιατρ. ειδικότητα που μελετά την ανατομία και την παθολογία τής μύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinology (< ῥίς, ῥινός + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρινολογία — η κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις αρρώστιες της μύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρινολογικός — ή, ό, Ν [ρινολογία]·.ο σχετικός με τη ρινολογία … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
ρινοφωνία — η, Ν ιατρ. ρινική αντήχηση τής φωνής, έρρινη φωνή, ρινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinophonia (< ῥίς, ῥινός + φωνή)]. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό Μνημοσύνη] … Dictionary of Greek
ρινολόγος — ο, η ο γιατρός που ειδικεύτηκε στη ρινολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)